σόσσος

σόσσος
σόσσος· ἡ διόπτρα, καὶ τὸ σταδιαῖον διάστημα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σόσσος — Αγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν διάκονος και καταγόταν από την Ιταλία. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) στην πατρίδα του, μαζί με τον επίσκοπο Ιανουάριο, τους συμπατριώτες του και συναδέλφους του Ακούστιο, Ευτύχιο και Πρόκλο κι τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”